- εντελεχως
- ἐντελεχῶςἐν-τελ-εχῶςв действительности, действительно
(Plat. - v. l. ἐνδελεχῶς)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Plat. - v. l. ἐνδελεχῶς)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εντελεχώς — ἐντελεχῶς (Α) επίρρ. διαρκώς … Dictionary of Greek
ἐντελεχῶς — ἐντελεχής adverbial (attic epic doric) ἐντελεχῶς indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντελέχεια — Όρος που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης κατ’ αντιδιαστολή προς τη δύναμη, για να υποδηλώσει μια πραγματικότητα, που έφτασε στον ανώτερο βαθμό ανάπτυξής της. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ε. ταυτίζεται με την ενέργεια, αλλά συχνότερα διακρίνεται από… … Dictionary of Greek